Μύκονος – Απρόσμενοι καλοκαιρινοί έρωτες
Άνοιξα τα μάτια μου. Το θαλασσινό αεράκι χτυπούσε το πρόσωπό μου. Δροσιά και ηρεμία σε ένα καράβι για τη Μύκονο. Τι άλλο ήθελα; Μέσα στις σκέψεις μου δεν παρατήρησα πως ένας ίσκιος στεκόταν από πάνω μου. Ένα αγόρι με σχιστά γκρίζα μάτια με κοιτούσε.
«Πάντα έτσι τρομάζεις τους άλλους;» ρώτησα. Δεν πήρα απάντηση.
Κάθισε στο κατάστρωμα κοντά στην καρέκλα μου. Με χειρονομίες μου έδειξε τον λαιμό του. «Δεν μπορείς να μιλήσεις;» ρώτησα. Έγνεψε καταφατικά. Τον ρώτησα πώς τον λένε. Έβγαλε ένα σημειωματάριο και έγραψε: «Έχω το πιο κουλό όνομα που μπορείς να φανταστείς. Θες σίγουρα να το μάθεις;». Και πρόσθεσε: «Έχεις τρομερό μουτράκι όταν κοιμάσαι, αλλά ξύπνια είσαι σκέτος πίνακας ζωγραφικής». Γέλασα. Τον ρώτησα πού πηγαίνει κι απάντησε ότι πηγαίνει στη Μύκονο και μου πρότεινε να με ξεναγήσει, μια και είχε ξαναπάει.
Σε λίγο με πήρε ο ύπνος. Ήταν εξάλλου η πρώτη μέρα της άδειάς μου, αφήνοντας πίσω ένα φορτισμένο εργασιακό περιβάλλον. Ξαφνικά ξύπνησα απότομα αλλά γλυκά, νιώθοντας ένα χάδι στα μαλλιά μου.
«Σόρρυ για την κίνησή μου, αλλά φτάσαμε», μου έγραψε ξανά στο μπλοκάκι του.
Κατεβαίνοντας προσφέρθηκε να μεταφέρει τις βαλίτσες μου. Του έδωσα τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, όπου με περίμενε η φίλη μου που θα μέναμε μαζί. Μου έστειλε ένα φιλάκι πεταχτό και έφυγε.
Το ίδιο απόγευμα ήρθε και με βρήκε στη βόλτα, στο παλιό λιμάνι της Μυκόνου. Γνωριστήκαμε περισσότερο. Συνεννοούμασταν πλέον με κινήσεις και νοήματα. Το ηλιοβασίλεμα έφερε την έκπληξη. Με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν και έσκυψε και με φίλησε αργά, με απόλυτο συγχρονισμό, αγκαλιαστήκαμε. Μου έδωσε να καταλάβω ότι ήθελε να είμαστε μαζί. Μου άρεσε. Με κολάκευε το ενδιαφέρον του, αλλά ψιθύρισα: «Θέλω να μείνω ανεξάρτητη». «Κρίμα, δε θέλω να σου γίνομαι βάρος. Θα πάψω να σε ενοχλώ, αλλά ξανασκέψου το σε παρακαλώ», έγραψε στο χαρτί και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι.
Το σκέφτηκα, το έψαξα από κάθε πλευρά. Ένα τσίμπημα στην καρδιά δε με άφηνε σε ησυχία. Τέσσερις μέρες αργότερα έλαβα ένα γράμμα του.
«Σε ξέρω τόσο λίγο και όμως νιώθω να σε ξέρω καιρό. Είσαι το μόνο κορίτσι χωρίς προβλήματα ομιλίας ή ακοής που κατάφερα να κυνηγήσω. Πάντα κοιτούσα κορίτσια με “δυσλειτουργίες” σαν κι εμένα. Ακόμα και αν ήθελα ένα “κανονικό” κορίτσι, έπνιγα τα συναισθήματά μου. Εσένα όμως σε ποθώ. Είναι κάτι πρωτόγνωρο και πολύ δυνατό. Θα ήθελα τόσο να είμαι μαζί σου, να σε ακολουθώ, να σου κάνω τα χατίρια. Σε παρακαλώ! Μη με απορρίπτεις τόσο απόλυτα, άσε μου λίγο χώρο, δώσε μου μία ευκαιρία και θα δεις ότι έχω πολλά να σου δώσω. Αυτή είναι η τελευταία προσπάθεια προσέγγισης. Μετά θα πάψω να ελπίζω. Αν μετάνιωσες δείξε μου ένα σημάδι. Όμως μη μου δώσεις ψεύτικες ελπίδες, μη με λυπηθείς. Μόνο την καρδιά σου ακολούθα, όχι τον οίκτο σου. Σ'αγαπώ».
Δάκρυσα. Δεν ήθελα να μπερδέψω τη συμπόνια με τον έρωτα. Ήξερα πλέον την απάντηση, αλλά δεν ήξερα από πού πήγαζε. Σε λίγο συνειδητοποίησα πως σκεφτόμουν τα μάτια και τα χείλη του που επιθυμούσα να φιλήσω. Άρα, έρωτας υπήρχε μονάχα μέσα μου. Έγραψα σε χαρτόνι: «Περιμένω την επόμενη κίνησή σου», το έβαλα σε φάκελο και το έστειλα. Η αγωνία με έτρωγε!
Ύστερα από τέσσερις μέρες επιτέλους με ξύπνησε το γνωστό χάδι. Τινάχτηκα χαρούμενη. Φωτίστηκε ολόκληρος. Έγραψε: «Έχουμε όλο τον καιρό να χτίσουμε τη σχέση μας. Είσαι σίγουρη πως το θέλεις;». Με τη θετική μου απάντηση σφραγίστηκε μια σχέση που συνεχίζεται ως σήμερα, είκοσι τρεις μήνες μετά. Η αγάπη τελικά συμβιβάζεται με την ανεξαρτησία αν ξέρει καθεμιά τα όριά της!
_
γράφει η Μαρία Καφφέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου