Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Μόλις χώρισα.

Σάββατο 10 Αυγούστου...

Έρχεται η κόρη μου προχθές, στενοχωρημένη, τη βλέπω, θέλει να μου μιλήσει, δεν ξέρει ακριβώς πώς, τη βάζω κάτω, πριν περάσει κλάσμα, μού λέει "χώρισα".

Ακούγεται αστείο στα 12μισό, αλλά δεν είναι.
Σε καμία ηλικία δεν είναι αστείο αυτό.

Είχε ένα αγόρι, κανα εξάμηνο τώρα, το αγόρι ούγγανο 12μισάχρονο κι αυτό, της έστειλε ένα άγαρμπο μήνυμα, μου το δωσε και το διάβασα.
Ήταν ο τρόπος πιο πολύ.
Αλλά κι αυτό που έγινε.

Την κοιτάω.
Η συνήθως αγέρωχη και γεμάτη αυτοπεποίθηση Λάουρα, που αυτή τη γαμημένη αυτοπεποίθηση την έχει χτίσει μόνη της, τούβλο-τουβλο και με πολλή δυσκολία και μέσα από πολλές δυσκολίες, καταλαβαίνω ότι έχει μόλις φάει την πρώτη της ματαίωση.
Και πρέπει να κάνω διαχείριση. Επειγόντως.

Και ξαφνικά περνάει όλη μου η ζωή μπροστά από τα μάτια μου.

Θέλω να της μιλήσω για τις ματαιώσεις.
Να της πω, με βλέπεις; Είμαι 30% σάρκα και 70% ματαιώσεις, λενε ψέμματα ότι είμαστε νερό, ματαιώσεις είμαστε.

Θέλω να της μιλήσω για όλα εκείνα που ελπίσαμε και δεν έγιναν ποτέ, για όλα όσα θέλαμε, για τα "θα μπορούσαμε να, αν δεν...", για τα φευγαλέα που δεν στάθηκαν, για όσα στάθηκαν για λίγο αλλά τρέκλισαν κι έπεσαν, για τους φόβους -πολλοί φόβοι-, για τις υποχρεώσεις, τα πρέπει και δεν πρέπει, τις λάθος αποφάσεις, τους δισταγμούς που έγιναν μοιραίοι, για τις ζωές που δεν ζήσαμε, τα παράλληλα σύμπαντα που θέλουμε να ελπίζουμε ότι κάπου υπάρχουν και σ' αυτά οι προσδοκίες έγιναν πραγματικότητα, θέλω να της μιλήσω για τους μεγάλους έρωτες που πνίγηκαν στα "ΤΙΝΑ" και τα "περίμενε", στα πείσματα και τις αδυναμίες, για έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι αλλιώς αλλά δεν είναι.

Θέλω να της πω ότι ειναι τυχερή που είναι 12μισό, εκείνη είναι ακόμα 70% νερό, θέλω να της πω "κοίτα με που αφυδατώθηκα, κάποτε ήμουν κι εγώ νερό και μερικές φορές νομιζω ότι δεν έχει μείνει πια ούτε σταγόνα"...

"Το αγόρι είναι χαζό", της λέω. "Έτσι όπως φέρθηκε δεν πρέπει να τον θες ούτε κι εσύ".
"Δίκιο έχεις μαμά", μου λέει και τη βλέπω να παίρνει τα πάνω της. "Το είχα σκεφτεί κι εγω, αλλά στενοχωρήθηκα. Νόμιζα οτι ήταν αλλιώς".

Μιλήσαμε λίγο ακόμα, της θύμισα ποια είναι και τι έχει καταφέρει, έφυγε, πήγε να μιλήσει με τις φίλες της.

Ήρθε πάλι σημερα, ξαφνικά πριν λίγο, με αγκάλιασε "σ' ευχαριστώ", μου λέει, "με βοήθησες πολύ προχθές".

Χαμογέλασα.
Τελικά ίσως έχουν μείνει κάποιες σταγόνες...

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Ζωντανή στα 40

Γέλασα πολύ με το άρθρο της Ντράκερµαν προ ημερών στους «New York Times»: «How to survive your 40s» («Πώς να επιβιώσεις των 40 σου»). Ειδικά με το εναρκτήριο «Αν θέλεις να μάθεις πόσων ετών δείχνεις, απλά μπες μέσα σε ένα γαλλικό café. Είναι σαν να λαμβάνει χώρα ένα δημόσιο δημοψήφισμα για το πρόσωπό σου».
Η Ντράκερμαν θυμάται εκείνο το γλυκό «mademoiselle» με το οποίο την υποδέχονταν στα 30 κάτι της όλα ανεξαιρέτως τα γκαρσόνια στο Παρίσι. Και πόσο βάναυσα αυτό μεταλλάχθηκε σε ένα σχεδόν κλινικό «madame» μόλις πάτησε τα 40. «Ολο αυτό συνέβη πολύ γρήγορα για να μπορέσω να το επεξεργαστώ. Τυγχάνει να έχω τα περισσότερα ρούχα από αυτά που φορούσα όταν ήμουν mademoiselle. Και στο ντουλάπι των τροφίμων στην κουζίνα μου υπάρχουν ακόμη κονσέρβες από τη mademoiselle περίοδο». Ολα αυτά, βέβαια, την ώρα που οι άνδρες βιώνουν την επαίσχυντη εύνοια ενός «monsieur»!
Τα 40 είναι η ηλικία τού «όχι και τόσο νέα». Σου το θυμίζουν – εκτός από τα γκαρσόνια των Παρισίων – ενδεχομένως ενδεχομένως και οι έλληνες οδηγοί ταξί, η έφηβη κόρη σου («Μαμά, η καθηγήτρια της Γλώσσας είναι πολύ πιο νέα από εσένα») και το ανηλεές πατρονάρισμα από τη βιομηχανία ομορφιάς («Με ποια κρέμα δεν θα δείχνεις την ηλικία σου»). Τελευταία μόδα, οι περίφημες perennials (σε ελεύθερη απόδοση οι «άχρονες») όπως είναι η Τζούλια Ρόμπερτς. Είναι η δημογραφική ομάδα με την οποία έχει τρελαθεί εσχάτως ο διεθνής Τύπος (ήτοι γυναίκες 40 και άνω, που όμως δείχνουν «απροσδιορίστου ηλικίας»). Τολμώ να πω ότι η επινόησή της είναι απολύτως ενδεικτική αυτής της αγωνίας που σου επιβάλλεται: να μη δείχνεις μεσήλικη αλλά μια τερατογενής διασταύρωση όλων των μέχρι τώρα ηλικιών σου – αγνή, σφριγηλή, ορμητική, κομψή, ώριμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Τα 40; Eίναι η ηλικία της CC ενυδατικής, του πρώτου αγχωτικού τσεκάπ, της απόφασης ή όχι για το botox, της εμμηνόπαυσης (ή της προετοιμασίας γι’ αυτήν). Είναι η ηλικία τού «δεν κάθομαι μισή ώρα ανακούρκουδα μιλώντας στο κινητό» γιατί μετά θα μείνω πέντε ημέρες στο κρεβάτι από τη μέση μου, είναι η ηλικία της πρεσβυωπίας και τού «δεν δείχνω πια χαριτωμένη όταν ξεχνάω τα κλειδιά μου ή έρχομαι καθυστερημένη στο ραντεβού». Δεν έχεις άλλοθι. Απαντες περιμένουν να συμπεριφέρεσαι πλέον σαν ενήλικη. Ακόμα και αν συχνά δεν το θέλεις, ακόμα και αν – συχνότερα – δεν το αισθάνεσαι.
Στα 40 έρχεσαι για πρώτη φορά αντιμέτωπη όχι με την απώλεια (αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί και νωρίτερα) αλλά με αλλά με την αναπόδραστη δική σου συμφιλίωση μαζί της. Εχεις πλέον πλήρη επίγνωση ότι μια αποτυχία, ένα διαζύγιο, μια απόλυση, το άδοξο «σβήσιμο» μιας φιλίας, ο θάνατος ενός συγγενικού προσώπου κ.λπ. είναι μέσα στο πρόγραμμα. Είσαι πια πολύ πιο δεκτική αλλά και πολύ προσαρμοστική στις βίαιες αναταράξεις του βίου σου. Ζυγιάζεσαι και τις παρακολουθείς να συμβαίνουν, ξέρεις πότε πρέπει να δράσεις ή πότε πρέπει να κάνεις πίσω. Κάτι που αν σου συνέβαινε στα 30 σου θα «έριχνες λευκή πετσέτα», τώρα το αντιμετωπίζεις με μια θυμόσοφη στωικότητα, λίγη εσάνς κυνισμού και μερικές σταγόνες παραπάνω ενσυναίσθηση.
Είναι επίσης η ηλικία στην οποία το storytelling στερείται «σημείων κορύφωσης». Δεν ψηλώνεις, δεν παίρνεις το δίπλωμα οδήγησης, δεν έχεις μπροστά σου αποφοίτηση, μεταπτυχιακό, γάμο, τοκετό (ή την απόφαση να μην κάνεις παιδί). Οχι ότι στα 40 κάτι σου (ή στα 40 φεύγα σου) δεν υπάρχουν σημαίνοντα γεγονότα, κατακτήσεις, νέες κορυφές.
Απλώς το δέος απέναντι σε όλα σαν να έχει ξεθυμάνει. Σαν να απομαγεύεσαι.
Αν είσαι 40+ ξέρεις ότι το έργο είναι αυτό και εσύ απλώς καλείσαι να παίξεις τον ρόλο σου (που καλό θα είναι να τον έχεις αποφασίσει μέχρι τώρα, διαφορετικά μιλάμε για παθολογική μέση ηλικία). Η Ντράκερμαν χρησιμοποιεί τη ρήση του Καντ. Εχεις φθάσει πλέον στο «ding an sich», σε «αυτό καθαυτό» που είσαι. Μόνο όσον αφορά τους άλλους, θα προσθέσω εγώ. Γιατί αν είσαι αληθινά ζωντανή στα 40+, γνωρίζεις πια τις άπειρες πιθανότητες του εαυτού σου.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Η τέχνη της αφήγησης

                                                                                 Κάποια τον είχε προδώσει και ο βασιλιάς, για  να εκδικηθεί, τις αποκεφάλιζε όλες.
 Παντρευόταν το βράδυ και το ξημέρωμα χήρευε.  Οι παρθένες , η μία μετά την άλλη, έχαναν την αγνότητα και το κεφάλι τους.
 Η Σεχραζάτ  ήταν η μόνη που επέζησε την πρώτη νύχτα, και μετά  άρχισε να διηγείται μια ιστορία με αντάλλαγμα άλλη  μια μέρα ζωής.   Εκείνες οι ιστορίες που η ίδια είχε ακούσει, είχε διαβάσει ή  είχε  φανταστεί,
γλίτωναν  το κεφάλι της. Τις έλεγε χαμηλόφωνα, στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας, στο φεγγαρόφωτο.
 Καθώς τις διηγιόταν, ένιωθε ικανοποίηση  κι έδινε ικανοποίηση, αλλά ήταν πολύ προσεχτική. Συχνά, την ώρα της διήγησης, ένιωθε τον βασιλιά  να εξετάζει τον λαιμό της.  Αν ο βασιλιάς βαριόταν,ήταν χαμένη.
 Η τέχνη της αφήγησης γεννήθηκε από τον φόβο του θανάτου.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Ένα βράδυ του 1942, ένας άντρας κάθεται, σ' ένα μπαρ στη Λισαβόνα..

Ένα βράδυ του 1942, ένας άντρας κάθεται, σ' ένα μπαρ στη Λισαβόνα, και κοιτάει από το τζάμι το πλοίο που θα φύγει το πρωί για την Αμερική.

Θέλει, πρέπει να φύγει, αλλά δεν έχει εισιτήριο.

Τον πλησιάζει ένας άλλος άντρας. Εκείνος έχει εισιτήριο, αλλά δεν έχει κίνητρο πλέον για να φύγει.
Προτείνει στον πρώτο άντρα μια συναλλαγή:
Εκείνος θα του δώσει το εισιτήριο, αρκεί ο άλλος να καθίσει όλο το βράδυ ν' ακούσει την ιστορία του.

Έτσι και γίνεται.
Είναι και οι δύο Γερμανοί, κυνηγημένοι από τους Ναζί, έφτασαν ως εδώ περνώντας διά πυρός και σιδήρου, για να σώσουν τις ζωές τους.
Ο άντρας με το εισιτήριο ταξίδεψε με τη γυναίκα του, αλλά εκείνη σκοτώθηκε μόλις έφτασαν στη Λισαβόνα. Κι έτσι δεν τον ενδιαφέρει πλέον να σώσει τη ζωή του, αλλά μόνο τη μνήμη όσων έζησε.

Είναι μια αφήγηση εντελώς προσωπική, μια ιστορία αγάπης και προσδοσίας και απώλειας, που ξεδιπλώνεται όμως μέσα από τη δίνη της μεγάλης Ιστορίας.

Όπως είναι και οι ιστορίες όλων μας.

Τη συγκεκριμένη την είπε ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, στο βιβλίο του "Η νύχτα στη Λισαβόνα", πλέκοντας αριστοτεχνικά το μεγάλο με το μικρό, το προσωπικό με το πανανθρώπινο, το "ασήμαντο" με το "σημαντικό".

Δεν υπάρχει καμία στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας που να είναι στατική και αδιάφορη για τη συνολική εξέλιξή της.
Και δεν υπάρχει καμία προσωπική ανθρώπινη αφήγηση που να είναι ασήμαντη και ξεκομμένη από τη "μεγάλη εικόνα".

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπορούν να κάνουν ενα μόνο δέντρο να αντανακλά ολόκληρο το δάσος.
Με τις λέξεις, με τις εικόνες, τις νότες, τις κινήσεις τους.
Που μπορούν και φωτίζουν καθε μικρό σημείο και να το μετατρέπουν σε απεικόνιση ολόκληρου του σύμπαντος.
Να κάνουν μια απειροελάχιστη στιγμή να περικλείει όλόκληρο το χρόνο.
Που σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο καταφέρνουν να σε κάνουν να δεις ολόκληρο το ανθρώπινο είδος.

Άνθρωποι που κάνουν το κάθε τι να αποκτά νόημα.

Γι αυτό μας θλίβει τόσο η απώλειά τους, κι ας μην τους γνωρίζουμε προσωπικά.
Επειδή τους χρειαζόμαστε.
Επειδή ειναι αυτοί που απαθανατίζουν και χτίζουν τη συλλογική μας μνήμη, τη μόνη κληρονομιά μας.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΔΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ




Πάρε μέρος στο Διαγωνισμό συμπληρώνοντας μόνο το email σου  ΕΔΩ  και Κέρδισε 3 ημέρες 2 νύχτες για 2 Άτομα με πρωινό  σε Τρία Πανέμορφα Ξενοδοχεία!!!













 

Win money

 https://multipolls.com/el/join/XBQ96884