Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Η αποτυχία του κοινωνικού συστήματος

 Για την υπόθεση της Πάτρας:


Η Αγία Οικογένεια, η αποτυχία του κοινωνικού συστήματος και οι έμφυλες προεκτάσεις της ΜΗ αποτροπής ενός (πιθανού) επαναλαμβανόμενου εγκλήματος.

............

Πριν λίγη ώρα αποδόθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση στην μητέρα των τριών κοριτσιών στην Πάτρα, για τον θάνατο της μεγαλύτερης κόρης της, Τζωρτζίνας. Είναι προφανές ότι η βασική υπόθεση είναι η δολοφονία/προμελετημένη ανθρωποκτονία και των τριών παιδιών από την μητέρα τους, αν και ακόμη αναμένουμε εάν και πότε θα της αποδοθούν κατηγορίες για τον θάνατο και των άλλων δύο.

Από όσα φαίνονται ως τώρα η μητέρα μοιάζει να έχει ένα συγκεκριμένο ψυχολογικό προφίλ (συνδεόμενο και με συγκεκριμένα στοιχεία ψυχοπαθολογίας). Επιπλέον έρχεται στην επιφάνεια ένα στοιχείο διαγενεακού, επαναλαμβανόμενου τραύματος: ο παππούς της είχε σκοτώσει την γυναίκα του (την γιαγιά της) της οποίας το όνομα έχει πάρει η κατηγορούμενη. Επιπλέον στοιχεία για τους γονείς της Ρ. Π. μιλούν για συμπεριφορά αμέλειας έως και εγκατάλειψής της στην καθημερινή ζωή και από τους δύο, από μικρή ηλικία. 


Όσο προχωρά η υπόθεση θα κληθούμε να θυμόμαστε και να υπογραμμίζουμε διαρκώς κάτι κρίσιμο για τους όρους που καταλαβαίνουμε εγκλήματα: correlation does not imply causation -ή ακόμα περισσότερο, με νομικούς όρους, η ψυχοπαθολογία δεν ισοδυναμεί με ακαταλόγιστο των πράξεων. Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας των θυτών σε διάφορα ακραία εγκλήματα (και όχι μόνο) μπορεί να είναι συχνή, αλλά δεν ισοδυναμεί με (απόλυτο, βασικό ή ακόμα και έλασσον) αίτιο των πράξεών τους και στις συντριπτικά περισσότερες των περιπτώσεων δεν σημαίνει ότι οδηγεί το άτομο σε εγκληματική πράξη σε συνθήκη μη επίγνωσης της πράξης αυτής, δηλαδή σε συνθήκη όπου το άτομο δεν έχει επαφή με το τι κάνει, δεν αναγνωρίζει ή ελέγχει την συμπεριφορά του, ή και ότι δεν μπορεί να την προσχεδιάσει. Το στίγμα της ψυχικής ασθένειας μπορεί να επανέλθει δριμύτερο με την δημόσια συζήτηση αυτής της υπόθεσης και τα αντανακλαστικά μας χρειάζεται να είναι ενεργά.


Σε ένα έγκλημα όχι ενός, όχι δύο, αλλά τριών, πιθανά βασανιστικών, θανάτων μικρών παιδιών μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, και τεσσάρων πιθανών εγκληματικών ενεργειών (γιατί πριν τον θάνατο του 3ου παιδιού είχε προηγηθεί πιθανά άλλη απόπειρα που οδήγησε σε μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες του), εύλογα αναρωτιέται κανείς: ο/η δράστης έκανε αυτό που έκανε (εφόσον αποδειχτεί), όμως την ίδια στιγμή, τι έκανε το κοινωνικό σύστημα μέσα στο οποίο δρούσε;

Εδώ όσα αποτυπώνονται ή μπορούμε να υποθέσουμε είναι ακόμα πιο απελπιστικά: (σχεδόν) τίποτα. 

Μια σωρεία γιατρών, ιατροδικαστών, μελών φιλικού, οικογενειακού και ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος και βέβαια των αστυνομικών αρχών, ακόμα κι όταν μπορεί κάτι να υποψιάζονταν, όσα έκαναν ήταν τραγικά πολύ λίγα και έγιναν πολύ αργά.


Γιατί;

Από τη μία γιατί ακραία εγκλήματα, όπως π.χ. της παιδοκτονίας, ειδικά από την (συμβολική) Μητέρα, ενεργοποιούν αντανακλαστικά απώθησης. Δεν θέλει το συλλογικό συνειδητό να συλλάβει το μέγεθος της απειλής ενός θανάτου που επέρχεται με έναν τρόπο αρχέγονα κατακερματιστικό, μη νοηματοδοτούμενου με συνεκτικό τρόπο -με λίγα λόγια έναν θάνατο που αρνούμαστε να τον δια-νοηθούμε, και οι ασυνείδητες διεργασίες μας μάς προστατεύουν από το να του δώσουμε νόημα, άρα να τον θεωρήσουμε εφικτό, με όλη την απειλή που μπορεί αυτό να επιφέρει στο Εγώ. 

Από την άλλη γιατί αυτό το έγκλημα έχει έμφυλα χαρακτηριστικά με αντεστραμμένη δράση και από τις δύο πλευρές: 

Ένα, η Μητέρα μεταφράζεται κυρίαρχα ως μια αθώα και αμιγώς φροντιστική αναπαράσταση. Μια γυναικεία φιγούρα που ποτέ δεν βλάπτει και δεν εκπίπτει, θεοποιημένη, που περισσότερο (πρέπει να) υπομένει δεινά και ποτέ να τα προκαλεί. Δεν είναι εύκολο, ούτε και συμφέρον ή ανεκτό να αμφισβητηθεί μια τόσο ριζική έμφυλη αναπαράσταση. Κάθε αποκαθήλωσή της (πρέπει να) έρχεται μόνο ως σοκ, μια τραγική έκπληξη που προκαλεί βαθύ συγκλονισμό. 

Αυτό όμως μας οδηγεί γραμμικά στο δεύτερο σημείο, του τιμήματος που έχει το να κάνουμε πως δεν βλέπουμε το εδώ και τώρα, αυτό που συμβαίνει, για να προστατέψουμε αυτήν την κυρίαρχη αντίληψη. Και το τίμημα εδώ είναι ότι χάθηκαν τρεις ζωές που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί. Και οι τρεις. Πολλοί λένε "το πρώτο παιδί δεν σωζόταν, άντε και το δεύτερο, αλλά μετά το δεύτερο δεν έπρεπε να το φανταστούν και να προστατευτεί το τρίτο;". Η αλήθεια είναι όμως ότι θα έπρεπε να μπορούσαν να έχουν σωθεί και οι τρεις ζωές, φυσικά όχι με μαντικές ικανότητες του περιβάλλοντος ή των αρχών, αλλά γιατί αποκλείεται να μην υπήρχαν ανησυχητικά στοιχεία, στοιχεία κακοποίησης, πριν ακόμα και την απώλεια του πρώτου παιδιού. 


Και εδώ βρίσκεται το δεύτερο σημείο έμφυλης βιαιότητας:

Τα παιδιά προσδιορίζονται έμφυλα στο discourse ως ουδέτερα, αποσεξουαλικοποιημένα, αθώα πλάσματα, σταθερά συμβολίζουν την αθωότητα και την αδυναμία, πυρηνικά χρίζουν πατερναλιστικής φροντίδας και επιτήρησης. Καθόλου τυχαία η κυρίαρχη αναπαράσταση του αυστηρού Πατέρα που έρχεται να επιβάλλει την τάξη όταν τίποτα άλλο δεν έχει λειτουργήσει, ή που είναι ήπιος ή κάνει όλα τα χατίρια στα παιδιά μέχρι όμως να ξεπεράσουν ένα σοβαρό όριο και να γίνει εκείνος ο γονιός που τα επαναφέρει -δεν είναι για την καθημερινή τήρηση της τάξης σε απλά πράγματα, αλλά για τα δύσκολα ή τα ακραία, είναι ο Νόμος που ενεργοποιείται όταν όλα τα άλλα (και η μητέρα) δεν λειτουργούν. 

Εφόσον όμως τα παιδιά είναι χαμηλότερα στην έμφυλη κυριαρχία, συχνά είναι και αυτά για τα οποία θα υποτιμηθεί το πότε χρίζουν υψηλότερης ή άμεσης προστασίας, ειδικά αν για αυτήν χρειάζεται να αμφισβητηθούν οι Γονείς, των οποίων συχνά γίνονται αντιληπτά ως κτήματα, τους ανήκουν άρα εκείνοι αποφασίζουν για αυτά. Κατ' επέκταση η αξία της ζωής τους, ενώ επιφανειακά υπερπροβάλλεται, ουσιαστικά υποτιμάται.

Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι μια αλληλουχία red flags, μια σειρά από προειδοποιητικά καμπανάκια, στα οποία το σύστημα απέτυχε να δώσει σοβαρή σημασία.


Και όλα αυτά, μέσα σε ακόμα περισσότερους συμβολισμούς έμφυλων βιαιοτήτων σε πολλαπλά επίπεδα: η γυναικοκτονία στο οικογενειακό ιστορικό, αλλά και οι ενδείξεις ότι ο θάνατος κάθε παιδιού ερχόταν μετά από έναν έντονο καβγά/ρήξη της μητέρας με τον πατέρα, γεγονός που αναστρεφόταν μετά τον κάθε θάνατο, που έφερνε ξανά σε σύνδεση το ζευγάρι.

Τρία παιδιά νεκρά, και πριν από αυτό πιθανά επί μακρόν κακοποιημένα, γιατί προτεραιοποιήθηκε η προστασία της Αγίας Οικογένειας από την αμφισβήτησή της.


Μπορούμε να επιλέξουμε να μείνουμε στο σοκ και στην απόδοση της ατομικής ευθύνης για ένα αποτρόπαιο έγκλημα -η οποία σαφώς χρειάζεται να αποδοθεί στο ακέραιο.

Ή μπορούμε να διερευνήσουμε τις ευθύνες που (μας) αναλογούν για την συλλογική άρνηση, απροθυμία και ανετοιμότητά μας να αντέξουμε να σοκαριζόμαστε από κάτι, χωρίς όμως να το αφήνουμε να ξεγλιστρά μέχρι να αναγκαστούμε υποχρεωτικά να το κρατήσουμε.

Μιλάμε για ευθύνες της ευρύτερης οικογένειας και του φιλικού περιβάλλοντος, ευθύνες των γιατρών και των αρχών, κοινωνικές ευθύνες του συλλογικού σώματος στο οποίο συμμετέχουμε.

Κανένα έγκλημα δεν είναι (μόνον) υπόθεση μιας τραγικής προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας.

Τα εγκλήματα είναι πάντα (και) κοινωνικά.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Ο Νικολάκης

 Ο Νικολάκης. 


Ο Νικολάκης, καλή καρδιά και λίγο ακοινώνητη, όχι πως στ' αλήθεια δεν χαίρεται τη συντροφιά ανθρώπων, μα έχει στραβό χαμόγελο και δεν τα πάει καλά με τις κλίσεις των ουσιαστικών γι' αυτό και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες. 

Ο Νικολάκης, έτσι τον φωνάζουν 17 χρόνια οι ίδιοι συνάδελφοι στις αποθήκες, είναι ετών 41 και μισό. Εχει τα πρώτα 8 χρόνια εργασίας ανασφάλιστα, όμως πια - πάλι καλά να λέμε - παιρνει τα βασικά  ημερομίσθια  με ασφάλιση. Οι Κυριακές - μικρές γιορτές - 75% πάνω στο βασικό, μόνο που η πληρωμή γίνεται με κουπόνια που πάντα καθυστερούν. Αποζημίωση σε περιπτωση απόλυσης 0, αυτό είναι που πραγματικά τον καίει μα έτσι όπως είναι τα πράγματα τι να πει.

Υπάρχουν και χειρότερα.


Χθες το πρωί όμως κατάφερε να βρει τις σωστές κλίσεις των ουσιαστικών και μίλησε στο τηλέφωνο με τον προϊστάμενο για να του πει πως χρειάζεται οπωσδήποτε να στηθεί γερανός για να γίνει η δουλειά. 

Και ο προϊστάμενος, ετών 58 που δεν μπορεί πια να κάθεται σε καρέκλα γιατί πονάει η μέση του και δεν μπορεί πια να στεκεται όρθιος γιατι πονάνε τα γόνατα του, του είπε να το ξεχάσει και πως 6 άτομα είναι αρκετά, ο γερανός κοστίζει και δεν συμφέρει. 

Κάτι πήγε να πει ο Νικολάκης, πονάει η πλάτη, πονάνε τα γόνατα, πονάει η μέση, πώς θα βγουν τα βάρη χωρίς γερανό. 

Βρες τρόπο να το κάνεις - του 'κλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα ο προϊστάμενος που ξέρει ότι σίγουρα γίνεται αφου το' χει κάνει και ο ίδιος πιο νέος ουκ ολίγες φορές όταν του 'χαν κλείσει στα μούτρα άλλοι το τηλέφωνο. 


Ίσως έτσι να είναι και καλύτερα. Ίσως καλύτερα με τα χέρια και τις πλάτες, ίσως καλύτερα χωρίς γερανο. Άσε που την τελευταία φορά που ανέβηκε εκεί πάνω να λύσει τους ιμάντες από την τροχαλια, σκιστηκε το πόδι του και ήταν με τους επιδέσμους 2-3 εβδομάδες. Τότε δεν ήταν που τον είχε πάρει στο τηλέφωνο και το μεγάλο αφεντικό, να μάθει βέβαια καταρχήν αν είναι καλά και να τον συμβουλέψει οπωσδήποτε να μην πει πουθενά πως γλυστρησε από τον γερανό? Δεν βρήκε τις σωστές κλίσεις στα ουσιαστικά ο Νικολάκης και είπε μόνο καλά, ευχαριστώ και εντάξει, τίποτα άλλο. 


Ο Νικολάκης. 

Ετών 41 και μισό, ακοινώνητος αφού ούτε το χαμόγελο του, ουτε οι κλίσεις των ουσιαστικών είναι τα δυνατά του σημεία. 

Σήμερα, η διαδρομή στη δουλειά θα γίνει με 2 λεωφορεία και τον προαστιακό μέχρι να πάει να σηκώσει τα κιβώτια μαζί με άλλους 5. 

Σήμερα βρήκε να χαλασει το ρημάδι το μηχανάκι του που το καμάρωνε πως ήτανε σκυλί τόσα χρόνια. 

Χαλάνε κάποτε και οι μηχανές, βλέπεις.

Όλα χαλάνε.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Μόλις χώρισα.

Σάββατο 10 Αυγούστου...

Έρχεται η κόρη μου προχθές, στενοχωρημένη, τη βλέπω, θέλει να μου μιλήσει, δεν ξέρει ακριβώς πώς, τη βάζω κάτω, πριν περάσει κλάσμα, μού λέει "χώρισα".

Ακούγεται αστείο στα 12μισό, αλλά δεν είναι.
Σε καμία ηλικία δεν είναι αστείο αυτό.

Είχε ένα αγόρι, κανα εξάμηνο τώρα, το αγόρι ούγγανο 12μισάχρονο κι αυτό, της έστειλε ένα άγαρμπο μήνυμα, μου το δωσε και το διάβασα.
Ήταν ο τρόπος πιο πολύ.
Αλλά κι αυτό που έγινε.

Την κοιτάω.
Η συνήθως αγέρωχη και γεμάτη αυτοπεποίθηση Λάουρα, που αυτή τη γαμημένη αυτοπεποίθηση την έχει χτίσει μόνη της, τούβλο-τουβλο και με πολλή δυσκολία και μέσα από πολλές δυσκολίες, καταλαβαίνω ότι έχει μόλις φάει την πρώτη της ματαίωση.
Και πρέπει να κάνω διαχείριση. Επειγόντως.

Και ξαφνικά περνάει όλη μου η ζωή μπροστά από τα μάτια μου.

Θέλω να της μιλήσω για τις ματαιώσεις.
Να της πω, με βλέπεις; Είμαι 30% σάρκα και 70% ματαιώσεις, λενε ψέμματα ότι είμαστε νερό, ματαιώσεις είμαστε.

Θέλω να της μιλήσω για όλα εκείνα που ελπίσαμε και δεν έγιναν ποτέ, για όλα όσα θέλαμε, για τα "θα μπορούσαμε να, αν δεν...", για τα φευγαλέα που δεν στάθηκαν, για όσα στάθηκαν για λίγο αλλά τρέκλισαν κι έπεσαν, για τους φόβους -πολλοί φόβοι-, για τις υποχρεώσεις, τα πρέπει και δεν πρέπει, τις λάθος αποφάσεις, τους δισταγμούς που έγιναν μοιραίοι, για τις ζωές που δεν ζήσαμε, τα παράλληλα σύμπαντα που θέλουμε να ελπίζουμε ότι κάπου υπάρχουν και σ' αυτά οι προσδοκίες έγιναν πραγματικότητα, θέλω να της μιλήσω για τους μεγάλους έρωτες που πνίγηκαν στα "ΤΙΝΑ" και τα "περίμενε", στα πείσματα και τις αδυναμίες, για έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι αλλιώς αλλά δεν είναι.

Θέλω να της πω ότι ειναι τυχερή που είναι 12μισό, εκείνη είναι ακόμα 70% νερό, θέλω να της πω "κοίτα με που αφυδατώθηκα, κάποτε ήμουν κι εγώ νερό και μερικές φορές νομιζω ότι δεν έχει μείνει πια ούτε σταγόνα"...

"Το αγόρι είναι χαζό", της λέω. "Έτσι όπως φέρθηκε δεν πρέπει να τον θες ούτε κι εσύ".
"Δίκιο έχεις μαμά", μου λέει και τη βλέπω να παίρνει τα πάνω της. "Το είχα σκεφτεί κι εγω, αλλά στενοχωρήθηκα. Νόμιζα οτι ήταν αλλιώς".

Μιλήσαμε λίγο ακόμα, της θύμισα ποια είναι και τι έχει καταφέρει, έφυγε, πήγε να μιλήσει με τις φίλες της.

Ήρθε πάλι σημερα, ξαφνικά πριν λίγο, με αγκάλιασε "σ' ευχαριστώ", μου λέει, "με βοήθησες πολύ προχθές".

Χαμογέλασα.
Τελικά ίσως έχουν μείνει κάποιες σταγόνες...

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Ζωντανή στα 40

Γέλασα πολύ με το άρθρο της Ντράκερµαν προ ημερών στους «New York Times»: «How to survive your 40s» («Πώς να επιβιώσεις των 40 σου»). Ειδικά με το εναρκτήριο «Αν θέλεις να μάθεις πόσων ετών δείχνεις, απλά μπες μέσα σε ένα γαλλικό café. Είναι σαν να λαμβάνει χώρα ένα δημόσιο δημοψήφισμα για το πρόσωπό σου».
Η Ντράκερμαν θυμάται εκείνο το γλυκό «mademoiselle» με το οποίο την υποδέχονταν στα 30 κάτι της όλα ανεξαιρέτως τα γκαρσόνια στο Παρίσι. Και πόσο βάναυσα αυτό μεταλλάχθηκε σε ένα σχεδόν κλινικό «madame» μόλις πάτησε τα 40. «Ολο αυτό συνέβη πολύ γρήγορα για να μπορέσω να το επεξεργαστώ. Τυγχάνει να έχω τα περισσότερα ρούχα από αυτά που φορούσα όταν ήμουν mademoiselle. Και στο ντουλάπι των τροφίμων στην κουζίνα μου υπάρχουν ακόμη κονσέρβες από τη mademoiselle περίοδο». Ολα αυτά, βέβαια, την ώρα που οι άνδρες βιώνουν την επαίσχυντη εύνοια ενός «monsieur»!
Τα 40 είναι η ηλικία τού «όχι και τόσο νέα». Σου το θυμίζουν – εκτός από τα γκαρσόνια των Παρισίων – ενδεχομένως ενδεχομένως και οι έλληνες οδηγοί ταξί, η έφηβη κόρη σου («Μαμά, η καθηγήτρια της Γλώσσας είναι πολύ πιο νέα από εσένα») και το ανηλεές πατρονάρισμα από τη βιομηχανία ομορφιάς («Με ποια κρέμα δεν θα δείχνεις την ηλικία σου»). Τελευταία μόδα, οι περίφημες perennials (σε ελεύθερη απόδοση οι «άχρονες») όπως είναι η Τζούλια Ρόμπερτς. Είναι η δημογραφική ομάδα με την οποία έχει τρελαθεί εσχάτως ο διεθνής Τύπος (ήτοι γυναίκες 40 και άνω, που όμως δείχνουν «απροσδιορίστου ηλικίας»). Τολμώ να πω ότι η επινόησή της είναι απολύτως ενδεικτική αυτής της αγωνίας που σου επιβάλλεται: να μη δείχνεις μεσήλικη αλλά μια τερατογενής διασταύρωση όλων των μέχρι τώρα ηλικιών σου – αγνή, σφριγηλή, ορμητική, κομψή, ώριμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση.
Τα 40; Eίναι η ηλικία της CC ενυδατικής, του πρώτου αγχωτικού τσεκάπ, της απόφασης ή όχι για το botox, της εμμηνόπαυσης (ή της προετοιμασίας γι’ αυτήν). Είναι η ηλικία τού «δεν κάθομαι μισή ώρα ανακούρκουδα μιλώντας στο κινητό» γιατί μετά θα μείνω πέντε ημέρες στο κρεβάτι από τη μέση μου, είναι η ηλικία της πρεσβυωπίας και τού «δεν δείχνω πια χαριτωμένη όταν ξεχνάω τα κλειδιά μου ή έρχομαι καθυστερημένη στο ραντεβού». Δεν έχεις άλλοθι. Απαντες περιμένουν να συμπεριφέρεσαι πλέον σαν ενήλικη. Ακόμα και αν συχνά δεν το θέλεις, ακόμα και αν – συχνότερα – δεν το αισθάνεσαι.
Στα 40 έρχεσαι για πρώτη φορά αντιμέτωπη όχι με την απώλεια (αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί και νωρίτερα) αλλά με αλλά με την αναπόδραστη δική σου συμφιλίωση μαζί της. Εχεις πλέον πλήρη επίγνωση ότι μια αποτυχία, ένα διαζύγιο, μια απόλυση, το άδοξο «σβήσιμο» μιας φιλίας, ο θάνατος ενός συγγενικού προσώπου κ.λπ. είναι μέσα στο πρόγραμμα. Είσαι πια πολύ πιο δεκτική αλλά και πολύ προσαρμοστική στις βίαιες αναταράξεις του βίου σου. Ζυγιάζεσαι και τις παρακολουθείς να συμβαίνουν, ξέρεις πότε πρέπει να δράσεις ή πότε πρέπει να κάνεις πίσω. Κάτι που αν σου συνέβαινε στα 30 σου θα «έριχνες λευκή πετσέτα», τώρα το αντιμετωπίζεις με μια θυμόσοφη στωικότητα, λίγη εσάνς κυνισμού και μερικές σταγόνες παραπάνω ενσυναίσθηση.
Είναι επίσης η ηλικία στην οποία το storytelling στερείται «σημείων κορύφωσης». Δεν ψηλώνεις, δεν παίρνεις το δίπλωμα οδήγησης, δεν έχεις μπροστά σου αποφοίτηση, μεταπτυχιακό, γάμο, τοκετό (ή την απόφαση να μην κάνεις παιδί). Οχι ότι στα 40 κάτι σου (ή στα 40 φεύγα σου) δεν υπάρχουν σημαίνοντα γεγονότα, κατακτήσεις, νέες κορυφές.
Απλώς το δέος απέναντι σε όλα σαν να έχει ξεθυμάνει. Σαν να απομαγεύεσαι.
Αν είσαι 40+ ξέρεις ότι το έργο είναι αυτό και εσύ απλώς καλείσαι να παίξεις τον ρόλο σου (που καλό θα είναι να τον έχεις αποφασίσει μέχρι τώρα, διαφορετικά μιλάμε για παθολογική μέση ηλικία). Η Ντράκερμαν χρησιμοποιεί τη ρήση του Καντ. Εχεις φθάσει πλέον στο «ding an sich», σε «αυτό καθαυτό» που είσαι. Μόνο όσον αφορά τους άλλους, θα προσθέσω εγώ. Γιατί αν είσαι αληθινά ζωντανή στα 40+, γνωρίζεις πια τις άπειρες πιθανότητες του εαυτού σου.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Η τέχνη της αφήγησης

                                                                                 Κάποια τον είχε προδώσει και ο βασιλιάς, για  να εκδικηθεί, τις αποκεφάλιζε όλες.
 Παντρευόταν το βράδυ και το ξημέρωμα χήρευε.  Οι παρθένες , η μία μετά την άλλη, έχαναν την αγνότητα και το κεφάλι τους.
 Η Σεχραζάτ  ήταν η μόνη που επέζησε την πρώτη νύχτα, και μετά  άρχισε να διηγείται μια ιστορία με αντάλλαγμα άλλη  μια μέρα ζωής.   Εκείνες οι ιστορίες που η ίδια είχε ακούσει, είχε διαβάσει ή  είχε  φανταστεί,
γλίτωναν  το κεφάλι της. Τις έλεγε χαμηλόφωνα, στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας, στο φεγγαρόφωτο.
 Καθώς τις διηγιόταν, ένιωθε ικανοποίηση  κι έδινε ικανοποίηση, αλλά ήταν πολύ προσεχτική. Συχνά, την ώρα της διήγησης, ένιωθε τον βασιλιά  να εξετάζει τον λαιμό της.  Αν ο βασιλιάς βαριόταν,ήταν χαμένη.
 Η τέχνη της αφήγησης γεννήθηκε από τον φόβο του θανάτου.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Ένα βράδυ του 1942, ένας άντρας κάθεται, σ' ένα μπαρ στη Λισαβόνα..

Ένα βράδυ του 1942, ένας άντρας κάθεται, σ' ένα μπαρ στη Λισαβόνα, και κοιτάει από το τζάμι το πλοίο που θα φύγει το πρωί για την Αμερική.

Θέλει, πρέπει να φύγει, αλλά δεν έχει εισιτήριο.

Τον πλησιάζει ένας άλλος άντρας. Εκείνος έχει εισιτήριο, αλλά δεν έχει κίνητρο πλέον για να φύγει.
Προτείνει στον πρώτο άντρα μια συναλλαγή:
Εκείνος θα του δώσει το εισιτήριο, αρκεί ο άλλος να καθίσει όλο το βράδυ ν' ακούσει την ιστορία του.

Έτσι και γίνεται.
Είναι και οι δύο Γερμανοί, κυνηγημένοι από τους Ναζί, έφτασαν ως εδώ περνώντας διά πυρός και σιδήρου, για να σώσουν τις ζωές τους.
Ο άντρας με το εισιτήριο ταξίδεψε με τη γυναίκα του, αλλά εκείνη σκοτώθηκε μόλις έφτασαν στη Λισαβόνα. Κι έτσι δεν τον ενδιαφέρει πλέον να σώσει τη ζωή του, αλλά μόνο τη μνήμη όσων έζησε.

Είναι μια αφήγηση εντελώς προσωπική, μια ιστορία αγάπης και προσδοσίας και απώλειας, που ξεδιπλώνεται όμως μέσα από τη δίνη της μεγάλης Ιστορίας.

Όπως είναι και οι ιστορίες όλων μας.

Τη συγκεκριμένη την είπε ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, στο βιβλίο του "Η νύχτα στη Λισαβόνα", πλέκοντας αριστοτεχνικά το μεγάλο με το μικρό, το προσωπικό με το πανανθρώπινο, το "ασήμαντο" με το "σημαντικό".

Δεν υπάρχει καμία στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας που να είναι στατική και αδιάφορη για τη συνολική εξέλιξή της.
Και δεν υπάρχει καμία προσωπική ανθρώπινη αφήγηση που να είναι ασήμαντη και ξεκομμένη από τη "μεγάλη εικόνα".

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπορούν να κάνουν ενα μόνο δέντρο να αντανακλά ολόκληρο το δάσος.
Με τις λέξεις, με τις εικόνες, τις νότες, τις κινήσεις τους.
Που μπορούν και φωτίζουν καθε μικρό σημείο και να το μετατρέπουν σε απεικόνιση ολόκληρου του σύμπαντος.
Να κάνουν μια απειροελάχιστη στιγμή να περικλείει όλόκληρο το χρόνο.
Που σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο καταφέρνουν να σε κάνουν να δεις ολόκληρο το ανθρώπινο είδος.

Άνθρωποι που κάνουν το κάθε τι να αποκτά νόημα.

Γι αυτό μας θλίβει τόσο η απώλειά τους, κι ας μην τους γνωρίζουμε προσωπικά.
Επειδή τους χρειαζόμαστε.
Επειδή ειναι αυτοί που απαθανατίζουν και χτίζουν τη συλλογική μας μνήμη, τη μόνη κληρονομιά μας.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΔΩΡΟ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ




Πάρε μέρος στο Διαγωνισμό συμπληρώνοντας μόνο το email σου  ΕΔΩ  και Κέρδισε 3 ημέρες 2 νύχτες για 2 Άτομα με πρωινό  σε Τρία Πανέμορφα Ξενοδοχεία!!!













 

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Η δήμιος του Έρωτα

Στο χωριο η Σταυρουλα ειναι μια κυρια 55 χρονων που εργαζεται σαν οικιακη βοηθος στις γιαγιουλες. Αυτη φυλαγε τη γιαγια Ντινα. Η Σταυρουλα το καλοκαιρι που ειχαν πιασει οι φωτιες και πηγαινοερχονταν οι πυροσβεστες να σωσουν το χωριο, ερωτευτηκε σφοδρα εναν απο τα πρωτοπαλικαρα ωστε καποια στιγμη αναπαυλας του πυροσβεστη μα και αγρυπνης εποπτειας προς νεα αναζωπυρωση επηδηχτηκαν καπου στα σκίντα.
Εκεινος μετα απο αυτη την περιπετεια γυρισε στο χωριο του και πολυ πιθανο στα @@δια του η Σταυρουλα, αλλα ελα που εκεινης της ηρθε κατραπακια.
Την περασμενη εβδομαδα- χειμωνας πια- εφτασε στα ορια της. Ψαχνοντας μια δικαιολογια να ξανανταμωσει με τον γυπα της εν μεσω χειμωνα τονιζω σκεφτηκε ψυχραιμα και εβαλε φωτια σε 3 σπιτια ωστε καλωντας την πυροσβεστικη να ερθει και το προσωπο.
Την Σταυρουλα την τσακωσανε ομως φιλοι μου και οταν την πηγαν στον εισαγγελεα, δεν αρνηθηκε τιποτα. Αντιθετως ειπε οτι λειτουργουσε με 2 προσωπα: το ενα του ερωτα, το οποιο και εβαλε φωτια και το δευτερο της λογικης, το οποιο και καλεσε αμεσως την πυροσβεστικη και το εκατο να τους σωσει.

Εγω σκεφτηκα καλα που δεν ηταν νεκροθαφτης αυτος που ερωτευτηκε η Σταυρουλα μας.
Η Λιτσα εδω σχολιασε "μωρε και πως αλλιως να περασει η ζωη στο χωριο;"

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της. Για τα πάντα το μάλωνε, συνέχεια το αποδοκίμαζε, μόνιμα το μείωνε. Αυτό το παιδί δεν είχε ακούσει ποτέ φράσεις όπως «με κάνεις περήφανη», λέξεις όπως «σ’ αγαπώ», δεν είχε νιώσει ποτέ ένα χάδι, τη μαγική- στοργική αγκαλιά, που είναι το καταφύγιο του κάθε τρομαγμένου- πληγωμένου παιδιού.

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της. Επιτακτική, βυθισμένη στη λύπη της. Με μοναδικό χόμπι να ελέγχει ζωές και να αποφασίζει για τα πάντα. Μια μάνα που απαιτούσε τη συγνώμη, ακόμα κι όταν έφταιγε.

Μια φορά, ήταν μια μάνα που μεγάλωσε ένα παιδί θλιμμένο.  Που αποζητούσε μανιασμένο την  αγάπη. Που δινόταν. Που χαριζόταν ολάκερο στον κάθε άνθρωπο που νόμιζε ότι του προσέφερε το παραμικρό από τα στερημένα του συναισθήματα. Από εκείνα που δικαιούνταν, εκείνα που του στέρησε η ζωή.

  Μια φορά ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της. Κι αυτό το παιδί μεγάλωσε. Και στον απολογισμό του, κατάλαβε την εξάρτηση που του είχε προκαλέσει η μάνα του. Εκείνη τη μάνα που για μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσε να κερδίσει. Που  προσπαθούσε να αποσπάσει μια θετική κουβέντα. Πίστευε πως η αποδοχή της θα γιάτρευε όλες του τις πληγές. Ότι θα ήταν λύτρωση.  Μα δεν την κέρδισε ποτέ…. Γιατί αυτή η μάνα, συνέχιζε να το επικρίνει, συνέχισε να το μειώνει, γιατί τελικά μόνο αυτό ήξερε να κάνει…

Αυτό το παιδί προσπάθησε να σπάσει την αλυσίδα που λειτουργούσε σα φαύλος κύκλος με τη σκληρή και αλύγιστη μάνα του. Προσπάθησε να πετάξει από πάνω του τις φοβίες, τα ενοχικά και την κοινωνιότροπη συμπεριφορά, που το είχε μάθει να ζει.  Πάλεψε πολύ μέσα από ψυχοθεραπεία για να βελτιώσει τον εαυτό του. Για να αποδεχτεί ότι ο τρόπος που δρούσε ως τώρα είναι λάθος. Ότι είναι γεμάτο παιδόμορφες συμπεριφορές. Πέρασαν χρόνια για να μη το αγγίζουν οι φαρμακερές κουβέντες που του έλεγε η μάνα του. Ήταν άπειρες οι μέρες που μουρμούραγε από μέσα του  «μη δίνεις σημασία, μην αντιδράσεις, μη στενοχωριέσαι, δεν ισχύει τίποτα από αυτά», την ώρα που το έβριζε και το μείωνε.

Ώσπου τελικά, την έβγαλε από πάνω του σα μπλουζάκι.  Και το ως τώρα  παιδί, έφυγε μακριά της. Την ξέγραψε. Γιατί όπως φαίνεται το αίμα γίνεται νερό. Γιατί τελικά διαλέγουμε το συγγενή όπως και το φίλο.

Στην αρχή η μάνα ένιωσε ότι ησύχασε, ότι δεν έχασε δα και κανένα σημαντικό πρόσωπο…  Και ο καιρός περνούσε και από τον εγωισμό της έριχνε ευθύνες στο παιδί της, για το πόσο κακό ήταν που τη ξέγραψε. Έλεγε σε όλο τον κόσμο για το πόσες θυσίες είχε κάνει για να το μεγαλώσει κι εκείνο άπονα στο τέλος τη παράτησε. «Κάνε παιδιά να δεις καλό», έλεγε… « βασανίζεσαι να τα μεγαλώσεις και εκείνα σε παρατάνε»… Εκθείαζε τον εαυτό της  χωρίς να αναγνωρίζει καμία ευθύνη για το πόσο πόνο είχε προκαλέσει σε αυτό το παιδί αν τα χρόνια. Και ο καιρός περνούσε κι άλλο… ώσπου η μοναξιά της την τρόμαζε. Έφτασε η μέρα που μετάνιωσε για τον τρόπο που του φέρθηκε. Για τα λόγια που ξεστόμισε.

Το παιδί της έκανε οικογένεια, έκανε παιδιά. Βρήκε ένα σύντροφο που του χάρισε όλα όσα στερήθηκε και ήταν ευτυχισμένο. Η μάνα του, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για εκείνο. Το δίδαξε το πώς να ΜΗ μεγαλώσει τα παιδιά του.

Η μάνα, κατέληξε μόνη. Δεν ένιωσε ποτέ τη χαρά να μεγαλώσει κοντά στα εγγόνια της. Κοντά σε μια οικογένεια. Συνέχισε να ασχολείται και να ελέγχει τις ζωές των άλλων, γιατί μέσα από αυτό ένιωθε δυνατή. Ασχολούνταν με οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να μην αντικρίζει τη δική της αλήθεια. Γέμιζε τη ζωή της με κουτσομπολιά και κοίταζε πάντα γύρω της με καχυποψία και πονηριά, νομίζοντας ότι όλοι θέλουν να της κάνουν κακό. Δεν πλησίασε ποτέ το παιδί της. Πίστευε ότι έπρεπε να το κάνει εκείνο. Ώσπου μια μέρα, βυθίστηκε στη μελαγχολία και τη δυστυχία της…

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια μάνα που δεν αγαπούσε το παιδί της…!!!!

Win money

 https://multipolls.com/el/join/XBQ96884